-
1 дежурный
επ.1. της υπηρεσίας, εφημερεύων•дежурный врач γιατρός της υπηρεσίας•
дежурный офицер αξιωματικός της υπηρεσίας•
дежурный магазин διανυκτερεύον κατάστημα•
-ая аптека διανυκτερεύον φαρμακείο•
-ая телефонистка διανυκτερεύουσα τηλεφωνήτρια.
|| ως ουσ. ο υπάλληλος•дежурный по станции ο σταθμάρχης της υπηρεσίας.
2. ουσ. θ. -ая δωμάριο της υπηρεσίας.3. έτοιμος για χρήση, πρόχειρος, εφεδρικός•-ое блгодо в ресторане εφεδρικό πιάτο φαγητού στο εστιατόριο.
-
2 дежурный
дежу́р||ный1. прил τής ὑπηρεσίας, ἐφημερεύων, \дежурныйный врач ὁ ἐφημερεύων ίατρός· \дежурныйная аптека τό δια-νυκτερεΰον φαρμακείο· ◊ \дежурныйное блюдо τό φαγητό τής ήμέρας12. м ὁ τής ὑπηρεσίας:\дежурныйный по станции ὁ σταθμάρχης τής ὑπηρεσίας. -
3 вахтенный
вахт||енный1. прил мор. τής βάρδιας:\вахтенныйенный командир ὁ ἀξιωματικός τής βάρδιας, ὁ ἀξιωματικός τής ὑπηρεσίας; \вахтенныйенный журнал τό ἡμερολόγιο (πλοίου);2. м ὁ σκοπός, ὁ φρουρός, ὁ ναύτης τής ὑπηρεσίας. -
4 дежурить
ρ.δ.1. εφημερεύω, είμαι της υπηρεσίας, εκτελώ υπηρεσία•дежурить в школе είμαι της υπηρεσίας ατό σχολείο.
2. επιβλέπω, επαγρυπνώ, κοιτάζω•дежурить у постели больного επιβλέπω συνεχώς τον άρρωστο.
-
5 присутственный
επ. παλ. της παρουσίας, της υπηρεσίας•присутственный день μέρα υπηρεσίας, εργάσιμη μέρα•
-ые часы ώρες εργασίας•
-ое время χρόνος (ώρα) εργασίας.
εκφρ.- ое место – κρατικό ίδρυμα. -
6 служебный
служебн||ыйприл1. ὑπηρεσιακός, τής ὑπηρεσίας, ὑπηρετικός:\служебныйые обязанности τά ὑπηρεσιακά καθήκοντά в \служебныйые часы στίς ὠρες ὑπηρεσίας, οἱ ἐργάσιμες ὠρες·2. (вспомогательный) βοηθητικός:\служебныйые слова лингв. α ἰ βοηθητικές λέξεις. -
7 вахтенный
1. (относящийся к вахте) της βάρδιας 2. (несущий вахту, дежурный) της βάρδιας, της υπηρεσίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вахтенный
-
8 ход
ходм1. (движение) ἡ κίνηση [-ις], ἡ πορεία, τό βάδισμα/ ἡ λειτουργία (механизма)/ ἡ ταχύτητα [-ης] (скорость):\ход поезда ἡ κίνηση τοῦ τραίνου· \ход поршня ἡ κίνηση τοῦ ἐμβόλου, ἡ λειτουργία μηχανής· задний \ход κίνηση προς τά ὁπίσω, ὅπισθεν тихий \ход ἡ μικρή ταχύτητα· полный \ход μεγάλη ταχύτητα, ὁλοταχώς· холостой \ход тех. ἡ κίνηση στά ἄδεια· на гу́сеничном \ходу́ ἀλυσσοφόρος· пять часов \ходу πέντε ὠρες δρόμος, πέντε ὠρες πορείας· дать задний \ход κάνω ὅπισθεν убавить (замедлить) \ход ἐλαττώνω τήν ταχύτητα· прыгать на \ходу πηδώ ἐν κινήσει·2. (развитие, течение) ἡ ἐξέλιξη [-ις], ἡ πορεία:\ход мыслей ἡ πορεία τών συλλογισμών \ход болезни ἡ πορεία τής ἀσθένειας· \ход вещей ἡ ἐξέλιξη (или ἡ πορεία) τών πραγμάτων в \ходе бо́я στήν πορεία τής μάχης· в \ходе переговоров στήν πορεία τῶν διαπραγματεύσεων3. (вход, проход) ἡ είσοδος:парадный \ход ἡ κυρία είσοδος· черный \ход ἡ είσοδος τής ὑπηρεσίας, ἡ πίσω πόρτα· потайной \ход ἡ μυστική πόρτα·4. (в игре) ἡ κίνηση (в шахматах и т. ἡ.)/ ἡ σειρά (в картах):ваш \ход ἡ σειρά σας νά παίξετε· ◊ на \ходу́ (попутно, мимоходом) στό πόδι, στά ὅρθια· с ходу разг στά πεταχτά, στά γρήγορα, διά μιας· быть в \ходу κυκλοφορώ, εἶμαι σέ χρήση· эти товары в большом \ходу́ αὐτά τά ἐμπορεύματα ἔχουν μεγάλη πέραση· пойти́ в \ход καταναλώνομαι, ἔχω ζήτηση· пустить в \ход а) (машину и т. ἡ.) βάζω μπρος, βάζω σέ κίνηση, θέτω είς κίνησιν, б) перен βάζω σέ ἐνέργεια· пустить в \ход все средства βάζω σέ ἐνέργεια ὅλα τά μέσα· дать \ход делу βάζω μπρος τήν ὑπόθεση· не давать \ходу кому́-л. δέν ἀφήνω ήσυχο κάποιον дела иду́т полным \ходом οἱ δουλειές εἶναι στή φούρια τους· знать все \ходы и выходы ξέρω ὅλες τίς πόρτες καί τά παραπόρτια -
9 катер
η άκατος, το πλοιάριοбуксирный - ρυμούλκησης, το ρυμουλκόдежурный - του συναγερμού/της υπηρεσίας- на подводных крыльях - με υποβρύχια πτερύγια, το «δελφίνι»- εκδρομώνрейдовый - της ρά-δας, разг. η λάντζαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > катер
-
10 дежурить
дежурить είμαι της υπηρε σίας εφημερεύω (днём ) δια νυκτερεύω (ночью) (тж. в больнице, аптеке)* * * -
11 дежурный
дежурный 1. της υπηρε σίας· \дежурныйая аптека το διανυκ τέρευαν φαρμακείο 2. м о επιμελητής (в школе)* * *1.2. мдежу́рная апте́ка — το διανυκτερεύον φαρμακείο
ο επιμελητής ( в школе) -
12 дежурить
είμαι/τελώ/ευρίσκομαι στην υπηρεσία-ный της υπηρεσίας, υπηρεσιακόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дежурить
-
13 ведомственный
ведомственныйприл ὑπηρεσιακός, τής ὑπηρεσίας, διοικητικός:\ведомственный дом οίκημα πού ἀνήκει σέ κάποια ὑπηρεσία· \ведомственныйвенная переписка ἡ ὑπηρεσιακή ἀλληλογραφία. -
14 дежурить
дежу́р||итьнесов εἶμαι τῆς ὑπηρεσίας, ἐφημερεύω:\дежурить у больного ἐφημερεύω κοντά σέ ἄρρωστο. -
15 должностной
должностнойприл ὑπηρεσιακός, τής ὑπηρεσίας, ὑπάλληλος:\должностнойо́е лнцо ὁ δημόσιος ὑπάλληλος· \должностнойо́е преступление ἡ ὑπηρεσιακή παράβαση. -
16 нести
нес||ти́несов1. прям., перен φέρ(ν)ω, κουβαλώ, κρατῶ, βαστάζω:\нести чемодан κουβαλώ τή βαλίτσα·2. (гнать, мчать) φέρνω:по реке \нестиет лодку ὁ ποταμός παρασύρει τήν βάρκα· ветер \нестиет пыль (ό ἀέρας) σηκώνει σκόνη·3. (выполнять) ἐκτελῶ, ἐκπληρῶ, ἔχω:\нести обязанности ἐκτελώ καθήκοντα· \нести службу εἶμαι ὑπηρεσία· \нести караул φρουρώ, εἶμαι σκοπός· \нести дежурство εἶμαι ἐφημερεύων, εἶμαι τῆς ὑπηρεσίας·4. (терпеть) ὑφίσταμαι, ὑποβάλλομαι, ὑποφέρω:\нести наказание ὑφίσταμαι τιμωρίαν \нести потери воен. ὑφίσταμαι ἀπώλειες· \нести убытки ζημιώνω (άμετ.)· \нести ответственность φέρω εὐθύνην5. (приносить с собой) προξενώ, ἐπιφέρω:\нести смерть ἐπιφέρω θάνατο·6. безл (пахнуть):оттуда \нестиет чем-то ἀπό ἐκεῖ -Ερχεται μιά μυρωδιά· от него́ \нестиет табаком μυρίζει καπνό·7. безл (дуть):\нестиет из-под полу φυσά κάτω ἀπό τό πάτωμα·8. (о птицах):\нести яйца γεννώ αὐγά· ◊ \нести вздор λεω ἀνοησίες, λέω τρίχες· куда тебя \нестиет? разг γιά ποῦ τώβαλες; -
17 отставить
отстав||итьсов1. см. отставлять·2. (дать отставку) уст. ἀποτάσσω, ἀποστρατεύω, ἀπολύω, παύω τῆς ὑπηρεσίας·3. (команда) είς τόν καιρόν. -
18 отстранениеять
отстранение||ятьнесов1. απομακρύνω/ παραμερίζω (интригами):.\отстранениеятьять чыо-л. ру́ку παραμερίζω τό χέρι κάποιου·2. перен ἀπέλαύνω:\отстранениеятьять от себя все заботы ἀπαλλάσσομαι ἀπό ὀλες τίς φροντίδες'3. (от должности и т. п.) παύω, ἀπολύω τής ὑπηρεσίας. -
19 офицер
офицерм ὁ ἀξιωματικός:младший \офицер ὁ ὑπαξιωματικός· сти́рший \офицер ὁ ἀνώτερος ἀξιωματικός· дежурный \офицер ὁ ἀξιωματικός τής ὑπηρεσίας· \офицер в отставке ὁ ἀπόστρατος ἀξιωματικός· \офицер запаса ὁ ἐφεδρος ἀξιωματικός. -
20 увольнениеять
увольнение||ятьнесов1. ἀπολύω (тж. воен.), διώχνω ἀπό τή δουλειά, παύω τής ὑπηρεσίας/ ἀποστρατεύω (в отставку):\увольнениеятья́ть в отпуск χορηγώ ἄδεια· \увольнениеятьять с работы ἀπολύω ἀπό τή δουλειά·2. (избавлять) ἀπαλλάσσω:увольте меня от этого ἀπαλλάξετε με ἀπό αὐτό.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
δημόσιος λειτουργός — Κάθε πρόσωπο που συνεργάζεται συστηματικά για τη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών, είτε είναι δημόσιος υπάλληλος είτε όχι, όπως, για παράδειγμα, οι στρατιώτες, οι ένορκοι, οι δικηγόροι, οι ιδιώτες μέλη επιτροπών, συμβουλίων, εθελοντές ή τιμητικά … Dictionary of Greek
ευθύνη — (Νομ.). Ο όρος σημαίνει τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο που παραβίασε μια συμβατική υποχρέωση ή προκάλεσε ζημία με κάποια πράξη ή παράλειψή του αντίθετη είτε στον νόμο είτε στα ιδιαίτερα καθήκοντά του. Η έννοια της ε. έχει διάφορες… … Dictionary of Greek
πρόξενος — Άμισθος ή έμμισθος κρατικός υπάλληλος, ο οποίος εδρεύει μόνιμα στο έδαφος αλλοδαπού κράτους, με τη συγκατάθεση του τελευταίου, και έχει ως αποστολή να εξυπηρετεί τα συμφέροντα ή να διεκπεραιώνει υποθέσεις των πολιτών του κράτους που εκπροσωπεί ή… … Dictionary of Greek
δημόσιος — ια και ία, ιο (AM δημόσιος, ία, ον Α και δαμόσιος, ία, ον) I.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαό, στο κοινό, ο κοινός (σε αντίθεση με τον ιδιωτικό) («δημόσια βιβλιοθήκη», «δημοσίας συνεισφοράς», «ἱερὰ τὰ δημόσια») 2. αυτός που ανήκει στο… … Dictionary of Greek
βάρδια — η 1. φρουρά 2. μέλος της φρουράς, σκοπός 3. φρ. «κάνω βάρδια», «είμαι βάρδια» φρουρώ, είμαι σκοπός 4. εναλλασσόμενη φρουρά ή ομάδα υπηρεσίας («πρώτη, δεύτερη, νυχτερινή βάρδια») 5. ο χρόνος της υπηρεσίας ή της εργασίας των ομάδων που… … Dictionary of Greek
δίωξη — Η διενέργεια ανακριτικών πράξεων εναντίον ενός προσώπου. Στη νομική έννοια της δ., διακρίνουμε την ποινική και την πειθαρχική. ποινική δ.Αφορά τους δράστες των παραβάσεων των ποινικών νόμων. Ασκείται στο όνομα της πολιτείας από τον εισαγγελέα των … Dictionary of Greek
φυλακή — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.), στην πρώην επαρχία Αποκορώνου, του νομού Χανίων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (4 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας οικισμός, τα Δράμια (υψόμ. 50 μ.). * * * η, ΝΜΑ, και ιδιωμ. τ. φλακή Ν [φύλαξ, ακος]… … Dictionary of Greek
πρόστηση — η, Ν [προΐστημι] (νομ.) ανάθεση τής διεξαγωγής μιας υπηρεσίας με ευθύνη και εξάρτηση από τις οδηγίες τού αναθέτοντος, χαρακτηριστικό στοιχείο τής οποίας είναι η ύπαρξη σχέσης εξάρτησης αυτού που αναλαμβάνει την εκτέλεση τής υπηρεσίας, και που… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek
Σεφέρης, Γιώργος — (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γεώργιου Σεφεριάδη). Έλληνας ποιητής και διπλωμάτης (Σμύρνη 1900 Αθήνα 1971). Γιος του καθηγητή Στυλιανού Σεφεριάδη, πέρασε τα παιδικά του χρόνια και την πρώτη εφηβεία στη γενέτειρα του. Όταν ξέσπασε ο A’ Παγκόσμιος… … Dictionary of Greek